- ρωχμή
- ἡ, ΜΑβλ. ῥωγμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥωχμή — fissures fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμαῖς — ῥωχμή fissures fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμαί — ῥωχμή fissures fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμήν — ῥωχμή fissures fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωχμῶν — ῥωχμή fissures fem gen pl ῥωχμός cleft masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… … Dictionary of Greek
ῥωχμάς — ῥωχμά̱ς , ῥωχμή fissures fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)